υπερπλάτιος

υπερπλάτιος
-α, -ο, Ν
φρ. «υπερπλάτιο νεύρο»
ανατ. κινητικός κλάδος τού βραχιόνιου πλέγματος που νευρώνει τους μυς υπερκάνθιο και υπακάνθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στον ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. (nerf) susscapulaire].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”